Η βιταμίνη Β2 είναι γνωστή και ως ριβοφλαβίνη και ανακαλύφθηκε το 1930. Όπως όλες οι βιταμίνες του συμπλέγματος Β είναι υδατοδιαλυτή Δεν παράγεται από τον οργανισμό μας και για τον λόγο αυτό πρέπει να λαμβάνεται μέσω της διατροφής. Πλούσιες πηγές ριβοφλαβίνης αποτελούν το γάλα, το τυρί, το βοδινό κρέας, τα αυγά και τα δημητριακά ολικής αλέσεως. Παρ’όλ’αυτά, 22% των γυναικών και 12% των ανδρών, λαμβάνουν ποσότητες χαμηλότερες της προτεινομένης πρόσληψης. Η επιδείνωση της ανεπάρκειας της ριβοφλαβίνης, μπορεί να εκδηλωθεί κλινικά με γωνιακή χειλίτιδα, καθώς και με δακρύρροια, αίσθημα καύσους και κνησμού στους οφθαλμούς.
Η ριβοφλαβίνη συμμετέχει στην παραγωγή ενέργειας από την καύση των πρωτεϊνών, του λίπους και των υδατανθράκων και συμβάλλει στην αποκατάσταση της λύσης της συνέχειας των βλεννογόνων και στην παραγωγή των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Επίσης τόσο η παραγωγή των ορμονών του θυρεοειδούς αδένα όσο και η παραγωγή των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος εξαρτώνται από την παρουσία της ριβοφλαβίνης .
Τέλος η ριβοφλαβίνη συμμετέχει ενεργά στις διαδικασίες του οργανισμού που παράγουν μερικές από τις αντιοξειδωτικές ενώσεις που προστατεύουν τα κύτταρα από τις βλαβερές συνέπειες των ελεύθερων ριζών, για τον λόγο αυτό η ριβοφλαβίνη θεωρείται σημαντική για τη διατήρηση της υγείας των ματιών.
Δοσολογία: 1 με 2 κάψουλες ημερησίως.